Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν όχι μόνο ένας, αλλά πολλοί-πολλοί φόβοι:
Μια συλλογή “σκοτεινών” παραμυθιών για τα πιο ευαίσθητα μικρά ή και μεγαλύτερα παιδιά.
Μέρος πρώτο: ο μοχθηρός Κλόουν!
Μια συλλογή “σκοτεινών” παραμυθιών για τα πιο ευαίσθητα μικρά ή και μεγαλύτερα παιδιά.
Μέρος πρώτο: ο μοχθηρός Κλόουν!
Coulrophobia στα αγγλικά, είναι η "φοβία των κλόουν", μια από τις 10 συχνότερες φοβίες!
Περισσότερα εδώ: http://www.medinova.gr/ti-einai-i-koulrofovia/
Περισσότερα εδώ: http://www.medinova.gr/ti-einai-i-koulrofovia/
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που έμενε σε μια μεγάλη πόλη όχι πολύ μακριά από εδώ. Ήταν πολύ χαρούμενο. Είχε έναν πολύ καλό αδερφούλη αλλά και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν, κυρίως όμως αγαπιόντουσαν μεταξύ τους και έτσι δεν έβλεπε σχεδόν ποτέ τσακωμούς και έριδες. Ήταν λοιπόν ένα πολύ ήσυχο σπίτι… Και αυτό ακριβώς τον ενοχλούσε! Είχε όμως ευτυχώς και πολλά ξαδέρφια που τα έβλεπε με την ευκαιρία των συχνών επισκέψεων της μιάς οικογένειας στο σπίτι της άλλης. Τότε περνούσε καταπληκτικά! Ωστόσο του έλειπε το παιχνίδι έξω στο δρόμο, γιατί υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα και η μαμά του δεν τον άφηνε ποτέ σχεδόν να παίζει έξω, με τα παιδιά της γειτονιάς, είχε βρει κι εκείνος λοιπόν ένα παιχνίδι όπου πάντα έκανε τον γιό του αδελφού του και μιάς ξαδέρφης πολύ καλής και αγαπητής, και όλοι μαζί χώνονταν στην κουζίνα όπου έφτιαχναν τυχαία κοκτέιλ και συνταγές μαγειρικής που κατέληγαν στον… νεροχύτη γιατί κανείς δεν τολμούσε να δοκιμάσει τελικά το τυχαίο μίγμα… Όλα αυτά μέχρι εδώ καλά, αλλά παράλληλα το παιδί αυτό είχε έναν μεγάλο φόβο μέσα του που κανείς δεν τον κατάλαβε, φοβόταν ότι κάποιος κακός άνθρωπος κάποτε θα το έκλεβε και ότι θα έχανε όλο αυτό το ωραίο οικογενειακό περιβάλλον.
Ο κακός άνθρωπος ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και με κάποιο διαισθητικό τρόπο το παιδί το είχε καταλάβει. Ίσως ήταν ο θάνατος που όλα τα παιδιά τα απασχολεί και που τώρα πια όλα μιλούν κιόλας ανοιχτά γι’ αυτόν, ακόμη κι όταν δεν καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για κάτι οριστικό, αν και μεταξύ μας η αλήθεια είναι ότι όλοι οι άνθρωποι θα θέλαμε να νιώθουμε παιδιά απέναντί του, μικροί και μεγάλοι, να φλερτάρουμε έστω με το χιούμορ, όσο κι αν αυτό είναι κάτι σοβαρό που ο καθένας μας το φοβάται και που απλά θέλει έτσι να το ξορκίσει, να νιώσει ότι είναι κάτι που δεν τον αφορά, κάτι αστείο! Το αγοράκι λοιπόν φοβόταν ότι αυτό θα γινόταν νύχτα, οπότε έκλεινε πολύ καλά την ντουλάπα και κοιτούσε πριν κοιμηθεί κάτω από το κρεβάτι, επιπλέον άφηνε ένα μικρό φως γιατί φοβόταν το απόλυτο σκοτάδι και την αιφνίδια επικράτηση της αιώνιας νύχτας, όπως ακριβώς συνέβαινε σε αγροτικούς, λαϊκούς πολιτισμούς πριν από αιώνες ή και σήμερα σε μακρινές, εξωτικές χώρες ή στην φαντασία των πολύ μικρών παιδιών, των καλλιτεχνών, τέλος των … “τρελλών”! Όταν λοιπόν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ρωτούσε τους γονείς του αν θα ξημέρωνε και σε πόση ώρα γιατί φοβόταν πάρα πολύ μήπως αυτό δεν γινόταν ποτέ! Στην ουσία φοβόταν, αδικαιολόγητα βέβαια, μήπως πέθαιναν οι γονείς του, μήπως έφευγαν από την ζωή, γιατί δεν είχε καταλάβει -όπως όλα σχεδόν τα παιδιά ή ακόμη και μεγάλοι άνθρωποι- ότι ο θάνατος και γενικά η απώλεια είναι μέρος της ζωής και ότι όλοι μας οφείλουμε να συνεχίζουμε όπως μπορούμε την ζωή μας ακριβώς και για να κρατάμε ζωντανούς μέσα μας τους αγαπημένους ανθρώπους που κάποτε έφυγαν από την ζωή ή κι όσους απλά ήταν κάποτε δίπλα μας και που έφυγαν κάποτε από την δική μας ζωή, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο στόμα, ίσως και ένα εξίσου πικρό "γιατί;".
Όλα αυτά είχε προσπαθήσει να τα εξηγήσει στην μητέρα του παιδιού μια πάρα πολύ καλή δασκάλα του αλλά η μαμά δεν μπόρεσε τότε να καταλάβει κάτι, νόμιζε ότι όλα τα άσχημα πράγματα στη ζωή μπορούν να περάσουν ως διά μαγείας, δι’ ευχών. Δεν υπολόγισε ότι η μαγεία των ανθρώπων που φθονούν, που δεν είναι η καθαρή έχθρα, η ευθεία αντιπαλότητα αλλά ο υποκριτικός θαυμασμός, που μπορεί να φτάσει μέχρι και στην κατάρα, είναι πολύ συχνά ισχυρότερη από την καλοσύνη, όταν η τελευταία είναι αποτέλεσμα αφέλειας. Η μαμά του αγοριού ήταν μια μικρή παιδούλα από ένα χωριουδάκι, όπου όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται αρχικά εφόσον άλλωστε το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα χωριά και μόνο αν κανείς μείνει για πολλά-πολλά χρόνια μπορεί ίσως να καταλάβει κάτι. Ήταν και ξανθιά, με μακριά μαλλιά που έφταναν έως το έδαφος όταν τα έριχνε από το παράθυρο του μανιάτικου πύργου της οικογένειάς της και τα χτένιζε υπό το φως του φεγγαριού, όπως δηλαδή έκαναν και η Ραπουνζέλ και η ξαδέρφη της η Ανθούσα, αλλά και η Μελιζάνδη, και τόσες άλλες!
Απλά επειδή αυτή η νεαρή τότε κοπέλα, μετέπειτα μαμά του πρωταγωνιστή μας, τόλμησε μια φορά να τα ρίξει τα πλούσια και μακριά, ξανθά μαλλιά της υπό το φως του Ήλιου, τότε αυτό θεωρήθηκε σκάνδαλο εξ αιτίας της εκτυφλωτικής τους λάμψης και μια πολύ κακή μάγισσα, που ήταν ξαδέρφη της αλλά πάντα την ζήλευε -ακόμη και σήμερα μάλλον, αν και ποτέ δεν ξέρει κανείς πόσες τύψεις μπορεί να έχει-, την καταράστηκε όσο ζει να "καίγεται" από τα λάθη της, ακόμη και τα πιο μικρά, όσο κάηκε κι εκείνη από το κακό της, την ζήλεια της που κανείς δεν την είχε κοιτάξει ούτε και της είχε πει κανέναν καλό λόγο. Μάλιστα, ζήτησε και πήρε την υπόσχεση του Ήλιου ότι θα την βοηθούσε για να πιάσει η κατάρα! Η καλή όμως κοπέλα, η μαμά του παιδιού, ποτέ δεν κατάλαβε την κακία της μάγισσας και νόμιζε ότι θα την έκανε καλή και ότι μάλιστα ήταν ωραία και ότι αδίκως δεν της έλεγε κανείς κάποιο λόγο έστω παρηγορητικό. Την παρηγορούσε λοιπόν η ίδια, τα λόγια της παρηγοριάς όμως έκαναν το νεότερο αυτό κορίτσι πιο κακό, ώσπου στο τέλος είχε πρασινίσει και ξεπέρασε κάθε όριο κακίας, γιατί εκμεταλλεύτηκε και την συγγένεια που την συνέδεε με την οικογένεια ως εξής: Κάποτε έπιασε δουλειά σε ένα περιοδεύον τσίρκο, που θα έμενε λίγες μέρες στην πόλη όπου έμενε το παιδί με την οικογένεια, αλλά και η θεία του. Τότε άκουσε από κάποιον στο τσίρκο, έναν κλόουν που όμως ήταν πολύ πονηρός και μοχθηρός, ότι ο ταχυδακτυλουργός του τσίρκο αναζητούσε ένα παιδί για να τον βοηθάει σε ένα νούμερο που είχε να κάνει, και για το οποίο χρειαζόταν οπωσδήποτε το παιδί, για λίγες ημέρες, καθώς το τσίρκο θα έφευγε από εκεί σύντομα.
Τότε η μάγισσα τα είπε όλα στον κλόουν και κατέστρωσαν ενώνοντας τις δυνάμεις τους το σχέδιό τους: Την επόμενη μέρα η μαμά με τα δυο παιδιά της ήταν στο τσίρκο, όταν όμως αναζήτησε μετά τα παιδιά της, δεν βρήκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν μια μοιραία χρονολογία καθώς το ίδιο έτος έχασε και τον μπαμπά της στο χωριό, όμως χθες το βράδυ, επτά χρόνια μετά το συμβάν, η μητέρα αυτή αποκοιμήθηκε βλέποντας στην τηλεόραση ένα άλλο τσίρκο και ονειρεύτηκε ότι ξαναβρήκε τα παιδιά της. Και αυτή τη φορά ξύπνησε πολύ χαρούμενη. Η τηλεόραση είχε παραμείνει ανοιχτή, το τσίρκο αυτό ήταν το ίδιο και τα δυο παιδιά της έχουν διαπρέψει, ο ένας ως κλόουν, αλλά και ο “φοβιτσιάρης” ως ακροβάτης! Η γυναίκα αυτή, που έχει κάνει μια καινούργια οικογένεια χωρίς όμως παιδιά, αφού στο μεταξύ ο άντρας της πέθανε κι εκείνη απλώς ξαναπαντρεύτηκε χωρίς ποτέ να ξεχάσει τα παιδιά που ήδη είχε και που ήξερε με κάποιο μαγικό τρόπο ότι ήταν ζωντανά, βλέπει και πάλι τα παιδιά της ως μέρος ενός μεγάλου τσίρκο από την μακρινή Ρωσία, που ξαναέρχεται στην ίδια πόλη, επτά χρόνια μετά το προηγούμενο ταξίδι του. Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς τίποτα. Πώς όμως να αντέξουν τόση αναπάντεχη χαρά όλα τα μέλη αυτής της “διαλυμένης” οικογένειας;
Ο κακός άνθρωπος ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και με κάποιο διαισθητικό τρόπο το παιδί το είχε καταλάβει. Ίσως ήταν ο θάνατος που όλα τα παιδιά τα απασχολεί και που τώρα πια όλα μιλούν κιόλας ανοιχτά γι’ αυτόν, ακόμη κι όταν δεν καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για κάτι οριστικό, αν και μεταξύ μας η αλήθεια είναι ότι όλοι οι άνθρωποι θα θέλαμε να νιώθουμε παιδιά απέναντί του, μικροί και μεγάλοι, να φλερτάρουμε έστω με το χιούμορ, όσο κι αν αυτό είναι κάτι σοβαρό που ο καθένας μας το φοβάται και που απλά θέλει έτσι να το ξορκίσει, να νιώσει ότι είναι κάτι που δεν τον αφορά, κάτι αστείο! Το αγοράκι λοιπόν φοβόταν ότι αυτό θα γινόταν νύχτα, οπότε έκλεινε πολύ καλά την ντουλάπα και κοιτούσε πριν κοιμηθεί κάτω από το κρεβάτι, επιπλέον άφηνε ένα μικρό φως γιατί φοβόταν το απόλυτο σκοτάδι και την αιφνίδια επικράτηση της αιώνιας νύχτας, όπως ακριβώς συνέβαινε σε αγροτικούς, λαϊκούς πολιτισμούς πριν από αιώνες ή και σήμερα σε μακρινές, εξωτικές χώρες ή στην φαντασία των πολύ μικρών παιδιών, των καλλιτεχνών, τέλος των … “τρελλών”! Όταν λοιπόν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ρωτούσε τους γονείς του αν θα ξημέρωνε και σε πόση ώρα γιατί φοβόταν πάρα πολύ μήπως αυτό δεν γινόταν ποτέ! Στην ουσία φοβόταν, αδικαιολόγητα βέβαια, μήπως πέθαιναν οι γονείς του, μήπως έφευγαν από την ζωή, γιατί δεν είχε καταλάβει -όπως όλα σχεδόν τα παιδιά ή ακόμη και μεγάλοι άνθρωποι- ότι ο θάνατος και γενικά η απώλεια είναι μέρος της ζωής και ότι όλοι μας οφείλουμε να συνεχίζουμε όπως μπορούμε την ζωή μας ακριβώς και για να κρατάμε ζωντανούς μέσα μας τους αγαπημένους ανθρώπους που κάποτε έφυγαν από την ζωή ή κι όσους απλά ήταν κάποτε δίπλα μας και που έφυγαν κάποτε από την δική μας ζωή, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο στόμα, ίσως και ένα εξίσου πικρό "γιατί;".
Όλα αυτά είχε προσπαθήσει να τα εξηγήσει στην μητέρα του παιδιού μια πάρα πολύ καλή δασκάλα του αλλά η μαμά δεν μπόρεσε τότε να καταλάβει κάτι, νόμιζε ότι όλα τα άσχημα πράγματα στη ζωή μπορούν να περάσουν ως διά μαγείας, δι’ ευχών. Δεν υπολόγισε ότι η μαγεία των ανθρώπων που φθονούν, που δεν είναι η καθαρή έχθρα, η ευθεία αντιπαλότητα αλλά ο υποκριτικός θαυμασμός, που μπορεί να φτάσει μέχρι και στην κατάρα, είναι πολύ συχνά ισχυρότερη από την καλοσύνη, όταν η τελευταία είναι αποτέλεσμα αφέλειας. Η μαμά του αγοριού ήταν μια μικρή παιδούλα από ένα χωριουδάκι, όπου όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται αρχικά εφόσον άλλωστε το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα χωριά και μόνο αν κανείς μείνει για πολλά-πολλά χρόνια μπορεί ίσως να καταλάβει κάτι. Ήταν και ξανθιά, με μακριά μαλλιά που έφταναν έως το έδαφος όταν τα έριχνε από το παράθυρο του μανιάτικου πύργου της οικογένειάς της και τα χτένιζε υπό το φως του φεγγαριού, όπως δηλαδή έκαναν και η Ραπουνζέλ και η ξαδέρφη της η Ανθούσα, αλλά και η Μελιζάνδη, και τόσες άλλες!
Απλά επειδή αυτή η νεαρή τότε κοπέλα, μετέπειτα μαμά του πρωταγωνιστή μας, τόλμησε μια φορά να τα ρίξει τα πλούσια και μακριά, ξανθά μαλλιά της υπό το φως του Ήλιου, τότε αυτό θεωρήθηκε σκάνδαλο εξ αιτίας της εκτυφλωτικής τους λάμψης και μια πολύ κακή μάγισσα, που ήταν ξαδέρφη της αλλά πάντα την ζήλευε -ακόμη και σήμερα μάλλον, αν και ποτέ δεν ξέρει κανείς πόσες τύψεις μπορεί να έχει-, την καταράστηκε όσο ζει να "καίγεται" από τα λάθη της, ακόμη και τα πιο μικρά, όσο κάηκε κι εκείνη από το κακό της, την ζήλεια της που κανείς δεν την είχε κοιτάξει ούτε και της είχε πει κανέναν καλό λόγο. Μάλιστα, ζήτησε και πήρε την υπόσχεση του Ήλιου ότι θα την βοηθούσε για να πιάσει η κατάρα! Η καλή όμως κοπέλα, η μαμά του παιδιού, ποτέ δεν κατάλαβε την κακία της μάγισσας και νόμιζε ότι θα την έκανε καλή και ότι μάλιστα ήταν ωραία και ότι αδίκως δεν της έλεγε κανείς κάποιο λόγο έστω παρηγορητικό. Την παρηγορούσε λοιπόν η ίδια, τα λόγια της παρηγοριάς όμως έκαναν το νεότερο αυτό κορίτσι πιο κακό, ώσπου στο τέλος είχε πρασινίσει και ξεπέρασε κάθε όριο κακίας, γιατί εκμεταλλεύτηκε και την συγγένεια που την συνέδεε με την οικογένεια ως εξής: Κάποτε έπιασε δουλειά σε ένα περιοδεύον τσίρκο, που θα έμενε λίγες μέρες στην πόλη όπου έμενε το παιδί με την οικογένεια, αλλά και η θεία του. Τότε άκουσε από κάποιον στο τσίρκο, έναν κλόουν που όμως ήταν πολύ πονηρός και μοχθηρός, ότι ο ταχυδακτυλουργός του τσίρκο αναζητούσε ένα παιδί για να τον βοηθάει σε ένα νούμερο που είχε να κάνει, και για το οποίο χρειαζόταν οπωσδήποτε το παιδί, για λίγες ημέρες, καθώς το τσίρκο θα έφευγε από εκεί σύντομα.
Τότε η μάγισσα τα είπε όλα στον κλόουν και κατέστρωσαν ενώνοντας τις δυνάμεις τους το σχέδιό τους: Την επόμενη μέρα η μαμά με τα δυο παιδιά της ήταν στο τσίρκο, όταν όμως αναζήτησε μετά τα παιδιά της, δεν βρήκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν μια μοιραία χρονολογία καθώς το ίδιο έτος έχασε και τον μπαμπά της στο χωριό, όμως χθες το βράδυ, επτά χρόνια μετά το συμβάν, η μητέρα αυτή αποκοιμήθηκε βλέποντας στην τηλεόραση ένα άλλο τσίρκο και ονειρεύτηκε ότι ξαναβρήκε τα παιδιά της. Και αυτή τη φορά ξύπνησε πολύ χαρούμενη. Η τηλεόραση είχε παραμείνει ανοιχτή, το τσίρκο αυτό ήταν το ίδιο και τα δυο παιδιά της έχουν διαπρέψει, ο ένας ως κλόουν, αλλά και ο “φοβιτσιάρης” ως ακροβάτης! Η γυναίκα αυτή, που έχει κάνει μια καινούργια οικογένεια χωρίς όμως παιδιά, αφού στο μεταξύ ο άντρας της πέθανε κι εκείνη απλώς ξαναπαντρεύτηκε χωρίς ποτέ να ξεχάσει τα παιδιά που ήδη είχε και που ήξερε με κάποιο μαγικό τρόπο ότι ήταν ζωντανά, βλέπει και πάλι τα παιδιά της ως μέρος ενός μεγάλου τσίρκο από την μακρινή Ρωσία, που ξαναέρχεται στην ίδια πόλη, επτά χρόνια μετά το προηγούμενο ταξίδι του. Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς τίποτα. Πώς όμως να αντέξουν τόση αναπάντεχη χαρά όλα τα μέλη αυτής της “διαλυμένης” οικογένειας;
Από το εξώφυλλο του DVD της πολυβραβευμένης ταινίας μικρού μήκους: "The Cost of Living" (2004), από την ομάδα DV8 Physical Theatre.
Αποσπάσματα από την ταινία, εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=NShJJr1ztkM.
Περισσότερα εδώ: https://www.dv8.co.uk/projects/archive/the-cost-of-living--film
Αποσπάσματα από την ταινία, εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=NShJJr1ztkM.
Περισσότερα εδώ: https://www.dv8.co.uk/projects/archive/the-cost-of-living--film