«Μη με αγγίζεις! Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! Μείνε μαζί μου»
Σ. Μπέκετ, "Περιμένοντας τον Γκοντό", 1952*.
*Η φωτογραφία από σκηνή της παράστασης του έργου
στην Πειραιώς 260 (Χώρος Δ) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών,
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008.
Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ
Φόβος, φοβία, άγχος, πόνος… = Έρωτας (;)
Τι να αισθάνομαι από όλα αυτά;
Γιατί ένας μεγάλος έρωτας να ξεκινάει πάντα έτσι;
Σε φοβάμαι… Θα με πάρεις αγκαλιά, να γίνουμε ένα και να το ξεπεράσω;
Ας μου πεις: Όχι! Δεν θα φοβάμαι πλέον. Έχω συνηθίσει την μοναξιά,
Είναι το καλύτερο καταφύγιο, η μεγαλύτερη βολή,
Όλο και κάποιο υποκατάστατο του έρωτα θα βρεθεί ώστε η μοναξιά να περάσει.
“Έρωτες” σε συσκευασία τσιγάρων, ποτών ή και ναρκωτικών, ηρωίνης, πρέζας.
Καταλήγεις να’χεις χάσει τόσο τον εαυτό σου, ώστε να τον βρίσκουν στο δρόμο άλλοι,
Αν είσαι τυχερός. Αν όχι, μένεις και αφανίζεσαι (ή μάλλον σε εξαφανίζουν) στα αζήτητα.
Ένας αριθμός, στερημένος ανθρώπινης υπόστασης και δικαιώματος στη ζωή και φυσικά την Ύπαρξη!
“Έρωτες” που καταβροχθίζουν τα τρόφιμα από το ψυγείο και αφανίζουν την σοκολάτα,
Ξέρεις, λόγω σεροτονίνης! Τι χρειάζεσαι τον πραγματικό, αληθινό έρωτα αν διαθέτεις αυτήν;
“Έρωτες” πληρωμένοι ή χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα.
Εγγυημένα πράγματα, δεν πονάει κανένας, δεν φοβάται ότι θα τα “χάσει”,
Ότι θα κάνει την “τρέλλα” να σε περιμένει τα ξημερώματα κοιμισμένος στην πόρτα σου,
Ή ότι θα σου κάνει καντάδα, ότι θα χορέψει υπό το σεληνόφως ή κάτω από την βροχή
Σε ένα αρχέγονο τελετουργικό που θα σε γοητεύσει και θα σε πείσει για το πόσο ειλικρινής είναι ο
Έρωτάς του για σένα, πόσο τα λόγια είναι φτωχά ώστε να σου το εκφράσει με αυτά,
να σου πει απλά το: “Σ’ αγαπώ, σ’ αγάπησα με την πρώτη ματιά που εναπόθεσα πάνω σου,
είδα στο βλέμμα και τα μάτια σου τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται. Θέλεις να τα φτιάξουμε;"
Δεν φοβάται ότι θα χάσει τον εαυτό του μέσα σε μια νέα (συν)Ύπαρξη και (συν)Ουσία, (συν)Οντότητα,
(συν)τροφικότητα, ή και (συμ)βίωση χωρίς απαραίτητα αυτή να είναι κυριολεκτικά νοούμενη, πολλώ δέ
μάλλον νομικά κατοχυρωμένη από συμβολαιογράφο!
Αλλά και πάλι, όσο κι αν φοβάμαι, παρά τις φοβίες μου για όλα αυτά,
Παρά το άγχος που με πνίγει και με βασανίζει αν μοιράζεσαι κι εσύ τα ίδια συναισθήματα με μένα,
Ο μεγαλύτερος πόνος, ο μεγαλύτερος πνιγμός προέρχεται από την Σιωπή μου αυτή την στιγμή!
Γιατί ναι, εξακολουθώ να θλίβομαι και να φοβάμαι… Γιατί όμως;
Άραγε με ακούς εκεί που είσαι; Φτάνει η φωνή μου;
Θα αναγνωρίσεις τον εαυτό σου σε αυτό το ποίημα;
Ή μήπως τζάμπα το έγραψα, μίλησα πάλι στον εαυτό μου και μόνο,
επιλέγοντας αυτή την φορά τον "έρωτα"
σε συσκευασία: "Ποίημα";