Μετά τη συμμετοχή της στις εκλογές των υπηρεσιακών συμβουλίων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τον περασμένο Οκτώβριο στη δυτική Θεσσαλονίκη, η υπόδικη πλέον νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής κατέθεσε ψηφοδέλτιο ως «Εθνικιστικό Μέτωπο» για να συμμετάσχει στις εκλογές αντιπροσώπων του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Υπαίθρου Θεσσαλονίκης, για την 84η Γενική Συνέλευση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, η οποία θα πραγματοποιηθεί από τις 21 έως τις 24 Ιουνίου 2015. Στο εν λόγω ψηφοδέλτιο μετείχε, ως μοναδικός υποψήφιος, εκπαιδευτικός που είναι αποσπασμένος στο βουλευτικό γραφείο του υπόδικου χρυσαυγίτη βουλευτή Ματθαιόπουλου.
Τον περασμένο Οκτώβριο, την προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να εισβάλει στα υπηρεσιακά συμβούλια και τα σωματεία των εκπαιδευτικών κατήγγειλε σύσσωμο το εκπαιδευτικό κίνημα της συμπρωτεύουσας, ενώ έγινε παράσταση διαμαρτυρίας με την απαίτηση να ακυρωθεί το ίδιο ψηφοδέλτιο. Επρόκειτο για το ψηφοδέλτιο με το οποίο έθεταν, τότε, την υποψηφιότητά τους υψηλόβαθμα στελέχη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, με τις ευλογίες όμως του Υ.ΠΑΙ.Θ., του οποίου η επίσημη θέση ήταν, επί της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας, ότι «δεν τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός ως προς την ονοματολογία των συνδυασμών», αλλά και της αρμόδιας Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, που με βάση ή απλώς πρόσχημα αυτή την απάντηση έκανε τελικά αποδεκτή την υποψηφιότητα του συγκεκριμένου ψηφοδελτίου.
Όπως τόνισε σε ανακοίνωσή της η Γ' ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης, «η Χρυσή Αυγή αποτελεί ναζιστικό, φασιστικό μόρφωμα, που έχει αποστολή το χτύπημα του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Η εγκληματική ιδεολογία και δράση της Χρυσής Αυγής είναι ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων. Η δολοφονική της δράση έχει πια αποκαλυφθεί και γι’ αυτό δικάζεται αυτή την περίοδο στις φυλακές Κορυδαλλού».
Παράλληλα, η Γ' ΕΛΜΕ διατυπώνει τη θέση πως η εν λόγω οργάνωση «επιχειρεί να εισβάλει στην εκπαίδευση και στα σωματεία των εκπαιδευτικών για να σπείρει το ναζιστικό δηλητήριο και το ρατσιστικό μίσος στους δασκάλους και στα παιδιά του λαού μας». Είναι αυτονόητο ότι με βρίσκουν σύμφωνο οι παραπάνω θέσεις, ενώ πριν από λίγα χρόνια θα ήταν για μένα εξίσου αδιανόητο το γεγονός αυτής της συμμετοχής, αλλά δυστυχώς πλέον δεν είναι. Τι μπορούμε όμως να πούμε περαιτέρω γι' αυτό;
Έχοντας ήδη συμμετάσχει κι εγώ προσωπικά στην αντίστοιχη διαδικασία στο πλαίσιο της λειτουργίας του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Γλυφάδας, Βούλας, Βάρης, Βουλιαγμένης, ως υποψήφιος μέσω του ψηφοδελτίου του συνδικαλιστικού σχήματος της «Συνεργασίας για Ενότητα και Αγώνα», που έχει αγωνιστεί επί σειρά ετών στην περιοχή και έχει αναδειχτεί μέσα από αυτές τις μάχες, κερδίζοντας με την αξία του και με την πολυσυλλεκτικότητά του ως προς την πολιτική έκφραση από όλο το φάσμα της Αριστεράς, την εμπιστοσύνη των συναδέλφων, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη σημείωση των θέσεών μου στο σημερινό ιστορικό συγκείμενο.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν είναι σε όλους τους συναδέλφους προφανές πώς και γιατί η ρατσιστική ιδεολογία, το μίσος για τους αλλοδαπούς, για τους κάθε είδους διαφορετικούς ανθρώπους, είτε στο χρώμα του δέρματος, είτε στο θρησκευτικό δόγμα, είτε ακόμα και στην εθνική/πολιτισμική καταγωγή και στην σεξουαλική ταυτότητα και την ταυτότητα/έκφραση φύλου, συνδέεται με το χτύπημα του εργατικού-λαϊκού κινήματος, όπου αναφέρεται η ανακοίνωση της Γ' ΕΛΜΕ.
Πολλώ δε μάλλον, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το ρατσιστικό μίσος υπάρχει ή όχι ήδη σε πολλούς συναδέλφους, έστω κι αν δεν υποστηρίζουν τη θανατοπολιτική της Χρυσής Αυγής. Σε ένα μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στη μάλλον σκόπιμη ολιγωρία των προηγούμενων πολιτικών ηγεσιών του Υ.ΠΑΙ.Θ., που μόνο σε επίπεδο ανεδαφικών διακηρύξεων πραγματικά προώθησαν την αντιρατσιστική εκπαίδευση, με στόχο κυρίως τη συμμόρφωση με αντίστοιχες διακηρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ, ενώ σε περιπτώσεις όπου τέτοιες πρωτοβουλίες πάρθηκαν από τα «κάτω», έμπρακτα, δυναμικά και κυρίως ακηδεμόνευτα, όπως στην περίπτωση του 132ου Δημοτικού Σχολείου της Αθήνας, πριν από μερικά χρόνια, η επίθεση που δέχτηκαν οι πρωτεργάτες από τους ιεραρχικά ανωτέρους τους ήταν λυσσαλέα.
Πόσο όμως είχε πάρει το εκπαιδευτικό, και δη το διδασκαλικό, κίνημα θέση στις δεκαετίες της πλαστής ευμάρειας για αυτά τα θέματα, ώστε να είναι πραγματικά αδιανόητη για όλους ανεξαιρέτως σήμερα η επίσημη πια προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να εισβάλει στα σωματεία μας; Πόσο το ίδιο κίνημα ασχολήθηκε με τη διαμόρφωση ενός πραγματικά αντιρατσιστικού, αλλά κι αντιφασιστικού παιδαγωγικού οράματος, αναφορικά δηλαδή με το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, με τη διαμόρφωση μιάς άλλης νοοτροπίας στον κλάδο, ο οποίος έχει την εξαιρετικά μεγάλη ευθύνη, αλλά και τη δύναμη της ενίσχυσης της νέας γενιάς, ώστε να δημιουργήσει μια άλλη κοινωνία, έναν άλλο πολιτισμό, όπου η διαφορετικότητα θα είναι σεβαστή, όπου θα επικρατεί η αλληλεγγύη και όχι τα κανιβαλικά ένστικτα, αλλά κι όπου, όπως έγραψε η Κατερίνα Γώγου στο ποίημά της: «Θα ‘ρθεί καιρός», «τη δουλειά θα τη διαλέγουμε, δε θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια»;
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, όπως σημείωσε ο Σλοβένος φιλόσοφος, Σλαβόι Ζίζεκ, προσκεκλημένος του Αριστερού Βήματος Διαλόγου, τον περασμένο Δεκέμβριο σε ομιλία του στο ΕΜΠ, ο πιο περιεκτικός χαρακτηρισμός της εποχής που άρχισε με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκεται στη γνωστή φράση που αποδίδεται στον Γκράμσι: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα, είναι η εποχή των τεράτων».
Δεν είναι παράδοξο πως τα ίδια τέρατα επανεμφανίζονται σήμερα με τρόπο αποκρουστικό, υπενθυμίζοντας την ανάγκη για ένα οργανωμένο λαϊκό κίνημα, ένα κίνημα μέρος του οποίου είναι και το συνδικαλιστικό, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες κοινωνικές διεκδικήσεις, που δίχως εκείνες, όπως είχε πει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, τα πολιτικά δικαιώματα δεν είναι αρκετά. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το εκπαιδευτικό κίνημα θα πρέπει να αναλάβει ρόλο κομβικό, κι αν μη τι άλλο ανατρεπτικό.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έζησε εκείνη την εποχή των τεράτων. Γεννημένη στην Πολωνία στις 05/03/1871, απέκτησε κατόπιν τη γερμανική υπηκοότητα, δραστηριοποιήθηκε πολιτικά στη Γερμανία και δολοφονήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919 από ένστολους δολοφόνους, οι οποίοι ανήκαν στους κύκλους που αργότερα υποστήριξαν τους Ναζί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανήκε στις συχνά διωκόμενες μειονότητες. Με το παράδειγμά της άνοιξε το δρόμο για την είσοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων, αλλά ακόμη των γυναικών, σε μία περίοδο όπου οι προκαταλήψεις εναντίον τους ήταν ευρύτατα διαδεδομένες.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξέφρασε αποφασιστικά τις διεθνιστικές και αντιμιλιταριστικές της θέσεις, αλλά και την κριτική της κατά του καπιταλισμού, σημειώνοντας την αναγκαιότητα των αγώνων της εργατικής τάξης σε μία ιστορική συγκυρία κατά την οποία ο σοσιαλισμός ήταν (και παραμένει, όπως μπορούμε να δούμε) η μοναδική σωτηρία για την ανθρωπότητα. Το δίλημμα για εκείνη ήταν: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»!
Σήμερα, το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδίως στο διδασκαλικό κλάδο, επιβάλλεται να ακολουθήσει το παράδειγμα αυτό, όταν παρά τη δίκη της Χρυσής Αυγής η ακροδεξιά ατζέντα προβάλλεται με τέτοιο τρόπο από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, που οι πρόσφυγες που πνίγονται στο Αιγαίο παρουσιάζονται ως «ορδές λαθρομεταναστών», οι αντικαπιταλιστικές πολιτικές ιδέες ως τρομοκρατία και οι κάθε είδους δουλέμποροι και οι επιστάτες στις φυτείες, ή οι μαστροποί στους χώρους καταναγκαστικής εργασίας των θυμάτων του trafficking, ως έντιμοι εργοδότες.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο που εμφανίστηκαν όλα αυτά τα απάνθρωπα φαινόμενα, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους δειλά, αλλά όλο και με πιο μεγάλη ένταση, και τα δήθεν προγράμματα «Κοινωφελούς Εργασίας» στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ενώ ο πρώην Υπουργός ΠΑΙ.Θ., Ανδρέας Λοβέρδος, δεν δίστασε να κάνει λόγο για «εθελοντές» αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, προβάλλοντας ως κίνητρο για τους αφελείς –ή απλά τους απελπισμένους- τη συγκέντρωση μορίων για έναν αμφίβολο μόνιμο διορισμό.
Οι αναλογίες είναι προφανείς: Ο κοινωνικός αυτοματισμός και η καλλιέργεια της ατομικότητας και του ανταγωνισμού ως κυρίαρχων ηθικών και ιδεολογικών προταγμάτων, αντί της αλληλεγγύης και της ομόνοιας, στις δεκαετίες της πλαστής ευμάρειας, των «δανεικών ιδανικών» και του πλαστικού χρήματος, έκαναν τα πλήθη όχι μόνο ξένους μεταξύ τους, αλλά και εχθρούς μέχρι θανάτου σε έναν αγώνα για την επικράτηση βάσει του «έχειν» και όχι του «είναι», αποσυνέθεσαν τον κοινωνικό ιστό και οδήγησαν σε μια «ιδιωτεία», που όχι μόνο αποστέρησε από τον ελληνικό, αλλά όχι μόνο λαό, την θεμελιώδη ικανότητα για τη διαπίστωση πως όταν σήμερα π.χ. καταπατώνται τα δικαιώματα των μεταναστών ή των νέων εργαζομένων, κάποτε θα έρθει και η σειρά μου, όποιος κι αν είμαι, αλλά οδήγησε και σε μια κουλτούρα αποδοχής του φασισμού, αρκεί να παρουσιαστεί ως life-style, για την οποία αν μη τι άλλο ο κλήρος πέφτει σε ένα μεγάλο ποσοστό στους εκπαιδευτικούς, ώστε κάτι εν τέλει να γίνει προς την κατεύθυνση του πραγματικού σεβασμού της ετερότητας και των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και σε μια κοινωνία χωρίς ανισότητες και κατά συνέπεια ρατσισμό, ο οποίος μόνο τα ανώτατα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα μπορεί να ωφελήσει.
* Θεατρολόγος – εκπαιδευτικός, αναπληρωτής μέσω ΕΣΠΑ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών