Ένα από τα πιο αφανή –ή έστω τα λιγότερο συζητημένα- θέματα, στο περιθώριο της πολιτικής επικαιρότητας όσον αφορά στη Χρυσή Αυγή και τη δίκη των βουλευτών της, που επιτέλους δρομολογείται, είναι η ομοφοβία και η τρανσφοβία των ακροδεξιών συμπολιτών μας, όποια κι αν υπήρξε η προτίμησή τους σε σχέση με το πολιτικό κόμμα που επέλεξαν να ψηφίσουν στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση. Ωστόσο, τείνουμε, περιέργως πώς, να παραθεωρήσουμε το γεγονός πως η Χρυσή Αυγή εξακολουθεί να είναι το τρίτο σε έδρες κόμμα και στην παρούσα Βουλή! Τι σημαίνει για τον ελληνικό λαό, την παιδεία και τον πολιτισμό που του έχουν σερβίρει όλα αυτά τα χρόνια από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, αυτό το σταθερό εκλογικό ποσοστό, η πολιτική δύναμη και απήχηση της Χρυσής Αυγής, ή ακόμη η σιωπή και ανοχή απέναντι στις εγκληματικές της πράξεις εκ μέρους μεγάλου μέρους των συμπολιτών μας, που δεν συμμερίζονται, στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό, την ιδεολογία της;
Πώς μεταφράζεται στην ίδια την θεσμοθετημένη εκπαίδευση αλλά και στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου ο εκφασισμός της κοινωνίας, εξαιτίας του οποίου κατέστη απαραίτητη η όψιμη δικαστική αντιμετώπιση, όταν δεν θα έπρεπε καν να είχαμε φτάσει έως του σημείου να τη χρειαστούμε μέσα σε μια χώρα που έχει σε τέτοιο βαθμό αντιμετωπίσει τη ναζιστική βαρβαρότητα, στα Καλάβρυτα, την Καισαριανή, στα τρένα που φύγαν για τα κρεματόρια στο απώτερο παρελθόν, αλλά και στους δρόμους της Αθήνας –και όχι μόνο– τα τελευταία χρόνια, που συμπίπτουν με την κοινοβουλευτική παρουσία της φιλοναζιστικής αυτής συμμορίας; Και γιατί απουσιάζει τόσο πολύ από τον δημόσιο λόγο σχετικά με την επικείμενη δίκη το θέμα των επιθέσεων με θύματα από την LGBTQI+ κοινότητα;
Σε αυτό το σημείο, χρειάζεται να κάνουμε μια ανασκόπηση σε γεγονότα μιας περιόδου που ξεπερνά εκείνη της κοινοβουλευτικής παρουσίας της Χρυσής Αυγής. Κι αυτό διότι η ΧΑ, με τα ρατσιστικά πογκρόμ των Ταγμάτων Ασφαλείας της, στην πραγματικότητα έσπασε άθελά της ένα «ταμπού», ενώ παράλληλα συσπείρωσε την εν λόγω κοινότητα κυρίως με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για την ψήφιση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου. Και έτσι έκανε φανερό, ακόμη και στους πιο δύσπιστους, ότι ο ρατσισμός και η φασιστική απειλή αφορά και την LGBTQI+ κοινότητα, όπως και πολλές άλλες περιθωριοποιημένες κοινότητες πέρα από τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τα παιδιά τους, που ακόμη στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας. Όλες αυτές οι κοινότητες, μεταξύ των οποίων φυσικά και τα LGBTQI+ άτομα, θα ήταν σκόπιμο να εκφράσουν έμπρακτα την αλληλεγγύη αναμεταξύ τους, δίνοντας ένα δυναμικό «παρών» στις δημόσιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με αφορμή τη δίκη της Χρυσής Αυγής, διεκδικώντας την ορατότητα στην κοινωνία και το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, αλλά και προβάλλοντας συνολικά, με αυτή την ιστορική ευκαιρία, το όποιο πλαίσιο των θεσμικών κι εν γένει κοινωνικών τους αιτημάτων.
Όσον αφορά ειδικότερα την LGBTQI+ κοινότητα, αλλά και συνολικά το αλληλέγγυο κομμάτι στην κοινωνία, και μια κυβέρνηση που θέλει να λέγεται και να είναι αριστερή, ζητούμενο είναι να προχωρήσουμε μπροστά, ίσως και πολύ μπροστά, για να ξεφύγουμε από το τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», όπως εννοούν τις αξίες αυτές οι απανταχού ακροδεξιοί και οι υποστηρικτές τους, από κάθε ανάλογο «φάντασμα» που επισκιάζει την όποια προοπτική για πραγματική πρόοδο, που παρακωλύει την εξέλιξη. Ο φασισμός, όπως λέει και το τραγούδι, δεν έρχεται από το μέλλον και δηλητηριάζει, αλλά και πάντοτε, παραδοσιακά δηλητηρίαζε κάθε προσπάθεια για ελεύθερη έκφραση ακόμη και στην τέχνη και φυσικά στην επίσημη, θεσμοθετημένη εκπαίδευση, κυρίως πάνω στα θέματα των διαφυλικών σχέσεων και των έμφυλων στερεοτύπων και διακρίσεων, του έρωτα, της σεξουαλικότητας αλλά και της ταυτότητας και έκφρασης του κοινωνικού φύλου.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε, με συγκεκριμένες αναφορές σε σημαντικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου, όσον αφορά στην καταστολή της ελεύθερης έκφρασης αναφορικά με τα ανωτέρω θέματα, να δούμε με ποιον τρόπο λειτούργησε και λειτουργεί αυτός ο φασισμός, είτε εμμέσως, μέσω του πάλαι ποτέ κραταιού «ταμπού» και της λογοκρισίας, είτε άμεσα και απροκάλυπτα, μέσω της θανατοπολιτικής και της τυφλής βίας της Χρυσής Αυγής.
Στο σχολείο: με αφορμή ένα περιστατικό στην Ικαρία
Όσον αφορά στην παιδαγωγική ελευθερία στην επίσημη, θεσμοθετημένη εκπαίδευση, δηλαδή το σχολείο, καθόλου τυχαίο δεν είναι το σχετικά πρόσφατο περιστατικό που καταγγέλθηκε από την ΕΛΜΕ Ικαρίας-Φούρνων στις 20 Δεκεμβρίου 2014. Αφορούσε την άρνηση της αρμόδιας σχολικής συμβούλου να παραλάβει πρόταση ορισμού θέματος ερευνητικής εργασίας στο Γενικό Λύκειο, σχετικού με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των εφήβων, από αναπληρώτρια φιλόλογο που ανέφερε στο σωματείο το γεγονός. Η απάντηση της συγκεκριμένης σχολικής συμβούλου, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο (πέραν του αν πραγματικά την κάλυψε ως προς το τυπικό μέρος, καθώς η σεξουαλικότητα και κατ’ επέκταση η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ιδιαίτερα στο σχολείο είναι ένα θέμα διεπιστημονικό και κατ’ ουσίαν πολιτικό, που ξεφεύγει κατά πολύ από τα στενά όρια του επιστημονικού πεδίου της βιολογίας), κατέδειξε την αμηχανία της, αφού απέφυγε να πάρει ξεκάθαρα θέση. Το περιστατικό όμως ανέδειξε την κεφαλαιώδους σημασίας έλλειψη ανάλογων προγραμμάτων, ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που οφείλεται στο μεγάλο «ταμπού» που υπάρχει στην κοινωνία ως προς τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των μαθητών τόσο στο σχολείο, όσο και στην οικογένεια, κυρίως λόγω της επιρροής της Εκκλησίας σε πολιτικό επίπεδο και του «κόστους» που θα είχε μια τέτοια απόφαση. Επίσης, ανέδειξε την πολύ στενή οπτική (ως προς το τι και κυρίως πώς και με ποιο στόχο θα μπορούσε να υπάρχει τελικά στο σχολείο ένα σχετικό μάθημα), που διαθέτουν όχι μόνο η πλειονότητα των εκπαιδευτικών, αλλά κι εν ενεργεία στελέχη της εκπαίδευσης που πόρρω απέχουν από το να κατανοούν τις τελευταίες εξελίξεις και τα σημερινά προτάγματα ακόμη και στις επιστήμες της αγωγής, όπως διδάσκονται στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.
Ένας διπλός στιγματισμός
Με τον τρόπο αυτό, επικρατεί η λογική της «σιωπής» ή η κινδυνολογία, με σποραδικές αναφορές στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και τις ομάδες υψηλού κινδύνου, γεγονός που ενισχύει όχι μόνο την τάση μεγάλης μερίδας των μαθητών προς την ομοφοβία και την τρανσφοβία, αλλά και τη στοχοποίηση στο σχολείο των μαθητών που απέχουν από τα ετεροκανονικά πρότυπα, στο πλαίσιο της ενδοσχολικής βίας. Παράλληλα, τα ίδια τα άτομα που είναι ή θεωρείται ότι ανήκουν στην LGBTQI+ κοινότητα ενδέχεται να αποφεύγουν την «ορατότητά» τους, κάτι το οποίο είναι ιδιαιτέρως καταπιεστικό, ή να ενστερνίζονται μειωτικές απόψεις για την ομοφυλοφιλία, την αμφιφυλοφιλία και την τρανς κατάσταση, ασχέτως αν ανήκουν και τα ίδια στην κοινότητα αυτή. Ο διπλός αυτός στιγματισμός, ενδοψυχικός αλλά και κοινωνικός, στο πλαίσιο της σχολικής κοινότητας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι από το επίσημο σχολικό πρόγραμμα απουσιάζει ένα διδακτικό αντικείμενο με σαφώς υποστηρικτικό περιεχόμενο, είναι το καλύτερο έδαφος προκειμένου να πέσει και να ευδοκιμήσει ο «δηλητηριώδης» σπόρος του κοινωνικού ρατσισμού, ο οποίος παρασιτούσε για δεκαετίες σε βάρος της δημοκρατίας μας. Ό ίδιος σπόρος, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις της «κρίσης» και την ακροδεξιά προπαγάνδα, οδήγησε στη γιγάντωση της φασιστικής απειλής, αλλά και στην ιδιαίτερη ευκολία με την οποία εκφράζεται γενικότερα ο σεξισμός, χωρίς καν να γίνονται αντιληπτές οι ακροδεξιές συνδηλώσεις και συμπαραδηλώσεις του.
Στον χώρο της τέχνης
Πέραν όμως της εκπαίδευσης, η πρόσφατη εμπειρία κατέδειξε πώς σε περιόδους κρίσης και εκφασισμού της κοινωνίας ακόμη και ο προνομιούχος χώρος της τέχνης με αποδέκτη το ενήλικο κοινό, ο πιο ελευθεριακός ίσως ως προς την χωρίς «ταμπού» έκφραση ακόμη και αναφορικά με τα εν λόγω θέματα, δεν αποτελεί έναν ασφαλή χώρο, ούτε συνεπάγεται την προστασία του καλλιτέχνη και του κοινού του από πράξεις βίας και καταστολής. Στην Ελλάδα έχουμε μακρά παράδοση καλλιτεχνών και γενικότερα πνευματικών ανθρώπων που δεινοπάθησαν, απλώς και μόνο γιατί ορισμένα ακραία φανατικά, ακροδεξιά στοιχεία τους στοχοποίησαν επειδή δεν δέχτηκαν a priori το τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια». Από τον μεγάλο Καζαντζάκη μέχρι τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ο κατάλογος είναι μακρύς. Τα τελευταία χρόνια όμως, ίσως και λίγο προ «κρίσης», ανασύρθηκαν από το λεγόμενο «χρονοντούλαπο» οι πιο ακραία ηθικιστικές αντιλήψεις, με κύριο αποτέλεσμα την ουσιαστική λογοκρισία με προεξάρχοντα το ομοφοβικό και τρανσφοβικό, εν γένει σεξιστικό, Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, και πρώτο θύμα το ραδιοτηλεοπτικό προϊόν.
Ωστόσο, ούτε καν το δήθεν «προσβλητικό» φιλί μεταξύ δυο ανδρών επεβίωσε της παρέμβασης μελών της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όταν σε ελληνογαλλική παραγωγή της όπερας του Ντβόρζακ «Ρούσαλκα» το 2009, η Γαλλίδα σκηνοθέτις Μαριόν Βασερμάν θέλησε να σχολιάσει σκηνικά με αυτό τον τρόπο τον βίο του πρίγκιπα Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας. Η σκηνοθέτις τελικά μάλλον κατόρθωσε να βιώσει η ίδια την οργισμένη αντίδραση μερίδας των μουσικών της Λυρικής μας Σκηνής, που αν και καλλιτέχνες δεν επέδειξαν κανένα σεβασμό στην αναπαράσταση μιάς ερωτικής έκφρασης που απλά διέφερε από το κυρίαρχο ετεροκανονικό πρότυπο.
Η κορύφωση όμως του αντικαλλιτεχνικού μένους της Ακροδεξιάς, σε συμπόρευση με τους πιο ακραίους και σκοτεινούς παραεκκλησιαστικούς κύκλους, ήρθε το έτος 2012, με τα πρωτοφανή επεισόδεια στο Θέατρο Χυτήριο, ενόψει της παράστασης του έργου «Corpus Cristi» του Τέρενς Μακ Νάλι, σε σκηνοθεσία Λαέρτη Βασιλείου. Η παράσταση αυτή συζητήθηκε έντονα, διχάζοντας την ελληνική κοινωνία, με προηγούμενο, ίσως, τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» των αρχών του 20ού αιώνα – τηρουμένων των αναλογιών, πάντα: παρά το πολιτιστικό κι εν γένει πνευματικό ενδιαφέρον τους αναδείχτηκαν ιστορικά ως ύψιστης σημασίας πολιτικά γεγονότα και κατέδειξαν πώς μπορεί, και σε αυτό τον τομέα, οι μάζες να χειραγωγηθούν ώστε να οδηγηθούν στην πιο ωμή και τυφλή βία.
Στο χώρο των οπτικοακουστικών τεχνών, πολλά χρόνια νωρίτερα, το 2007, πρωτοφανές περιστατικό λογοκρισίας με την επέμβαση αστυνομικών οργάνων σημειώθηκε στην εμπορική φουάρ της Αθήνας, «Art Athina». Η ετήσια αυτή διοργάνωση συγκεντρώνει συμμετοχές με εκθέσεις από γκαλερί ή ομάδες εικαστικών κυρίως καλλιτεχνών, καθώς και ένα ευρύ κοινό από τεχνοκριτικούς, θεωρητικούς της τέχνης και φιλότεχνους επισκέπτες. Μια από τις εκθέσεις αυτές, «I sigxroni elliniki skini», πραγματοποιήθηκε το 2007 στο χώρο υπόγειας στάθμευσης της Helexpo στο Μαρούσι, με επιμέλεια της Νάντιας Αργυροπούλου και δημιουργίες της τρέχουσας εικαστικής παραγωγής από 46 Έλληνες καλλιτέχνες. Η Εύα Στεφανή, καταξιωμένη κινηματογραφίστρια και μέλος ΔΕΠ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, εξέθετε video όπου διακρινόταν αμυδρά μέσα από μια κλειδαρότρυπα το αιδοίο μιάς γυναίκας, ενώ παράλληλα ακούγονταν τα πρώτα μέτρα από τον εθνικό ύμνο. Παρόλο που το έργο αυτό ήταν κάτω από μια κυλιόμενη σκάλα, ενώ υπήρχε ένδειξη ότι το έργο ήταν «ακατάλληλο για άτομα κάτω των 18 ετών», αυτό δεν εμπόδισε την αστυνομία, βάσει ανώνυμης καταγγελίας, όχι μόνο να κατάσχει το έργο, αλλά και να προχωρήσει σε συλλήψεις, κρατήσεις στην Ασφάλεια, καθώς και σε δίκη με την κατηγορία της παράβασης του νόμου περί «ασέμνων». Παρά τις πολλές αντιδράσεις που προκάλεσε αυτή η βίαιη αντικαλλιτεχνική πράξη, ωστόσο δεν ήταν λίγοι όσοι δικαιολόγησαν τη στάση της αστυνομίας και της δικαιοσύνης ακόμη και δημόσια, π.χ. στο διάλογο που επακολούθησε στα ΜΜΕ, και κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε ένα εξαιρετικά δυσοίωνο προμήνυμα για αυτό που τελικά επακολούθησε.
Μια πρόσφατη υπόθεση: η λογοκρισία της έκθεσης της Πάολας Ρεβενιώτη στην Κύπρο
Κλείνοντας, θα θέλαμε να αφιερώσουμε λίγα λόγια σε μια πολύ πρόσφατη υπόθεση. Πρόκειται για ένα περιστατικό καταστολής της καλλιτεχνικής ελευθερίας που έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την LGBTQI+ κοινότητα στην Ελλάδα σήμερα και την κοινωνική της θέση, εν τέλει την αναγκαιότητα της συμμετοχής της στον αντιφασιστικό αγώνα, με αιχμή του δόρατος τις συγκεντρώσεις για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, παρά το γεγονός πως συνέβη στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, αυτή τη φορά θύμα της βίας της λογοκρισίας ήταν η γνωστή τρανς καλλιτέχνις και ακτιβίστρια, Πάολα Ρεβενιώτη, όταν η αστυνομία της Κύπρου προχώρησε σε έφοδο, μετά τις καταγγελίες ότι μεταξύ των έργων στην έκθεσή της με τίτλο «Διόρθωση» στη Δημοτική Αγορά Λευκωσίας υπήρχαν φωτογραφίες γυμνών ανδρών, οι οποίες και κατασχέθηκαν.
Ειρωνεία της τύχης πως την έκθεση αυτή, που εγκαινιάστηκε τον περασμένο Νοέμβριο με σκοπό να διαρκέσει λίγες μέρες, διοργάνωσε η Accept-ΛΟΑΤ Κύπρου, με την άδεια του Δήμου Λευκωσίας, στο πλαίσιο της παγκόσμιας ημέρας μνήμης τρανς θυμάτων βίας. Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση παρενέβη η Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, που σημείωσε στο πόρισμά της για την υπόθεση πως «η αποκαθήλωση των έργων ήταν μια πράξη αχρείαστη, δυσανάλογα δραστική και κατασταλτική».
Παρά το γεγονός πως οι φωτογραφίες ήταν καλυμμένες κατά τις ώρες λειτουργίας της αγοράς, φαίνεται πως, αντίθετα από ό,τι υποστήριξε η Επίτροπος, οι καταγγέλλοντες προσβλήθηκαν και από αυτό το «πέπλο». Εκκινώντας όχι απλώς από ένα «ταμπού» αλλά από τη διάθεση της επιβολής, αναγνώρισαν την πολιτική σημασία της έκθεσης, με αποτέλεσμα να προβούν στην καταγγελία ακριβώς γιατί ήθελαν την καταστολή. Δεν είναι τυχαίο πως το πιο πρόσφατο ντοκυμανταίρ της Πάολας και της ομάδας της αφορά τα «Καλιαρντά», τη μυστική «γλώσσα» των ομοφυλόφιλων ανδρών που άνθησε επί δεκαετίες αλλά άρχισε να φθίνει όταν, με τη μεταπολίτευση, εξέλιπαν οι λόγοι που άλλοτε την καθιστούσαν αναγκαία. Σε μια εποχή που έχει αναβιώσει όμως ο φόβος, ίσως ακόμη και η ανάγκη όλων των ανθρώπων που ανήκουν στην LGBTQI+ κοινότητα να βρουν ένα νέο τρόπο, ώστε να μην είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο όταν είναι κατά μόνας σε μη φιλικούς δημόσιους χώρους, η καλύτερη απάντηση είναι η συλλογική δράση και η κινητοποίηση, η διεκδίκηση της ορατότητας αλλά και η δυναμική παρουσία σε όλες τις αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές δράσεις. Κανείς δεν χρειάζεται να φοβάται εάν δεν είναι μόνος!
Η δίκη της Χρυσής Αυγής: μια ευκαιρία
Οι κάθε είδους νομικές ενέργειες, όπως τα υπομνήματα διαμαρτυρίας προς την πολιτική ηγεσία των Υπουργείων και τους διάφορους δημόσιους φορείς, οι αναφορές προς τις Ανεξάρτητες Αρχές κλπ. δεν είναι αυτοσκοπός· όπως δεν είναι αυτοσκοπός ούτε η διεξαγωγή της δίκης της Χρυσής Αυγής. Η δίκη αυτή, αποτέλεσμα της συντονισμένης προσπάθειας του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος των τελευταίων ετών και όσων από εμάς συμπορεύτηκαν, είναι ένα από τα μέσα με τα οποία επιχειρείται και διά της νομικής οδού να εμποδιστεί η επέλαση της φασιστικής απειλής στην Ελλάδα.
Παράλληλα όμως, είναι η μεγάλη μας ευκαιρία, ώστε να είμαστε ως πολίτες και γενικά κάτοικοι αυτής της χώρας συνολικά εκεί, για να στηρίξουμε την προσπάθεια, δίνοντας το στίγμα του αντιναζιστικού φρονήματός μας αλλά και το μήνυμα ότι πλέον η πολιτική έκφραση του μίσους δεν θα είναι ανεκτή. Ας αποτελέσει αυτή η δημόσια έκφραση την απαρχή ενός νέου, ευρύτερου αγώνα, σε όλα τα επίπεδα, ώστε στη θέση του μίσους να ανθίσει η αγάπη, στη θέση του ρατσισμού αλλά και ειδικότερα του σεξισμού, να ανθίσει η αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός.
Ο Σπύρος Πετρίτης είναι θεατρολόγος.
Πηγή: Ενθέματα Αυγής